- ἀρχεύω
ἀρχεύω, anführen, gebieten, τινί Il. 2, 345. 5, 200; τινός, Ap. Rh. 1, 347.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχεύω, anführen, gebieten, τινί Il. 2, 345. 5, 200; τινός, Ap. Rh. 1, 347.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχεύω — command pres subj act 1st sg ἀρχεύω command pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχεύω — (Α ἀρχεύω) νεοελλ. 1. αρχίζω κάτι 2. (αμτβ.) είμαι στην αρχή αρχ. είμαι αρχηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός ή, λιγότερο πιθ., παρεκτεταμένος τ. του ρ. άρχω αναλογικά προς τα αριστεύω, βασιλεύω] … Dictionary of Greek
ἀρχεύοντα — ἀρχεύω command pres part act neut nom/voc/acc pl ἀρχεύω command pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεύειν — ἀρχεύω command pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεύοντες — ἀρχεύω command pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρχευε — ἀρχεύω command pres imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρχεύοντι — ἐπί ἀρχεύω command pres part act masc/neut dat sg ἐπί ἀρχεύω command pres ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Timeo (diálogo) — Para otros usos de este término, véase Timeo (desambiguación). Platón y Aristóteles en La escuela de Atenas, pintura de Rafael. Platón está sosteniendo el Timeo. Aristóteles sostiene una copia de su Ética a Nicómaco. El Timeo es un diálog … Wikipedia Español
καταρχεύω — (Μ) αρχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρχεύω «αρχίζω» (παρεκτεταμένος τ. τού ἄρχω)] … Dictionary of Greek
αρχίζω — και αρχινώ και αρχεύω άρχισα, αρχίνησα και άρχεψα, αρχίστηκα, αρχισμένος και αρχινημένος 1. μτβ., κάνω αρχή κάποιας πράξης, βάζω εμπρός: Συνήθως τέτοιαν ώρα αρχίζω τη δουλειά μου. 2. αμτβ., βρίσκομαι στην αρχή: Όπου να ναι, αρχίζει ο χειμώνας.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχεύοι — ἀρχεύοῑ , ἀρχεύω command pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)