ἀρχαϊκός

ἀρχαϊκός

ἀρχαϊκός, für ἀρχαιϊκός, alterthümlich, altväterisch in Tracht u. Sitte, ἐν τοῖς ἤϑεσιν, Antiphan. Ath. IV, 143 a; Plut.; ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar. Nub. 811.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρχαϊκός — ή, ό (AM ἀρχαϊκός, ή, όν) [αρχαίος] αυτός που μιμείται ή θυμίζει τους αρχαίους στη γλώσσα, στις σκέψεις ή στο ντύσιμο νεοελλ. εκείνος που ανήκει στους προκλασικούς χρόνους (7ο και 6ο π.Χ. αιώνα) …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαικός — ἀρχᾱϊκός , ἀρχαικός old fashioned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαϊκός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους προκλασικούς χρόνους: Η αρχαϊκή τέχνη είναι ο πρόδρομος της κλασικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαικά — ἀρχᾱϊκά , ἀρχαικός old fashioned neut nom/voc/acc pl ἀρχᾱϊκά̱ , ἀρχαικός old fashioned fem nom/voc/acc dual ἀρχᾱϊκά̱ , ἀρχαικός old fashioned fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαικώτερον — ἀρχᾱϊκώτερον , ἀρχαικός old fashioned adverbial comp ἀρχᾱϊκώτερον , ἀρχαικός old fashioned masc acc comp sg ἀρχᾱϊκώτερον , ἀρχαικός old fashioned neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαικῶν — ἀρχᾱϊκῶν , ἀρχαικός old fashioned fem gen pl ἀρχᾱϊκῶν , ἀρχαικός old fashioned masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαικόν — ἀρχᾱϊκόν , ἀρχαικός old fashioned masc acc sg ἀρχᾱϊκόν , ἀρχαικός old fashioned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”