- ἀρχαϊσμός
ἀρχαϊσμός, ὁ, altväterisches Betragen, bes. Nachahmung einer Alterthümlichkeit. Bei den Gramm. veralteter Sprachgebrauch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχαϊσμός, ὁ, altväterisches Betragen, bes. Nachahmung einer Alterthümlichkeit. Bei den Gramm. veralteter Sprachgebrauch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχαισμός — old world charm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… … Dictionary of Greek
αρχαϊσμός — ο μίμηση των αρχαίων τρόπων, ειδικότερα της αρχαίας γλώσσας: Ο αρχαϊσμός σήμερα δεν έχει πια πέραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχαισμοῦ — ἀρχαισμός old world charm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαισμῷ — ἀρχαισμός old world charm masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαισμόν — ἀρχαισμός old world charm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcaísmo — (Del gr. arkhaismos.) ► sustantivo masculino 1 LINGÜÍSTICA Expresión o construcción anticuada: ■ el personaje utilizaba frecuentes arcaísmos. 2 LINGÜÍSTICA Empleo de palabras y expresiones arcaicas o anticuadas. 3 Imitación de lo antiguo. 4… … Enciclopedia Universal
FAXO — Comica locuio: a Virg. Heroicae Poesi illata, Aen. l. 9. v. 154. Haud sibi cum Danais rem faxo, aut pube Pelasgâ Esse putet, decimum quos distulit Hector in annum. Et eius imitatione a Val. Flacco Argon. l. 7. v. 177. iam soedera faxo Aesonii… … Hofmann J. Lexicon universale
αρχαΐζω — (Α ἀρχαΐζω) νεοελλ. μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες αρχ. 1. μιμούμαι τους αρχαίους 2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος. ΠΑΡ. αρχαϊσμός νεοελλ. αρχαϊστής] … Dictionary of Greek
ατεράμων — ἀτεράμων, ον (Α) 1. τραχύς, σκληρός 2. (για όσπρια) κακόβραστος, δυσκολόβραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αττικός αρχαϊσμός, παράλληλος σημασιολογικά προς το ατέραμνος *] … Dictionary of Greek
δασκαλισμός — ο 1. νοοτροπία ή συμπεριφορά που αρμόζει σε στενοκέφαλο ή σχολαστικό δάσκαλο 2. εξεζητημένος αρχαϊσμός στη γλώσσα, συχνά εσφαλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (δι) δάσκαλος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek