ὀρφο-βότης

ὀρφο-βότης

ὀρφο-βότης, , für ὀρφανοβότης, = ὀρφανοτρόφος, Hesych. erkl. ἐπίτροποι ὀρφανῶν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορφός — ο (ΑΜ ὀρφώς και ὀρφῶς και ὄρφος και ὀρφός) το ψάρι ροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρά τις δυσερμήνευτες μορφολογικές διαφορές, η λ. ὀρφός / ὀρφώς συνδέεται με τις λ. ὄρφνη «σκοτάδι», ὀρφνός «σκούρος», λόγω τού σκούρου φαιού χρώματος τού ψαριού αυτού. Ο τ. ὀρφ… …   Dictionary of Greek

  • χηνοβωτία — και χηνοβοτία, ἡ, Α η χηνοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + βοτία / βωτία (< βότης/ βώτης < βόσκω), πρβλ. γερανο βωτία, ὀρφο βοτία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”