- ὀρτυγό-κομπος
ὀρτυγό-κομπος, der sich mit Wachteln brüstet, od. = ὀρτυγοκόπος, Schol. Ar. Av. 1297.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρτυγό-κομπος, der sich mit Wachteln brüstet, od. = ὀρτυγοκόπος, Schol. Ar. Av. 1297.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυφοκόμπος — ή στυφόκομπος, ὁ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών» 2. το ορτύκι, ο όρτυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + κόμπος «κτύπος» (πρβλ. ορτυγό κομπος)] … Dictionary of Greek