- ἀρτυτήρ
ἀρτυτήρ, ῆρος, ὁ, der Ordner, obrigkeitliche Person in einigen griechischen Städten, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρτυτήρ, ῆρος, ὁ, der Ordner, obrigkeitliche Person in einigen griechischen Städten, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατατυγχάνω — (AM) μσν. συναντώ κάποιον αρχ. 1. επιτυγχάνω τον σκοπό μου, φθάνω στο επιθυμητό τέλος τών προσπαθειών μου («της στρατείας κατατυχεῑν προσευχόμενοι, Διόδ.) 2. είμαι τυχερός («ἂν δ ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῑν», Δημοσθ.) 3. τυχαίνω στο μερίδιο κάποιου… … Dictionary of Greek