ὀπίστερος

ὀπίστερος

ὀπίστερος, comp. zum Vor.; Arat. 284; Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπίστερος — ὀπίστερος, έρα, ον (Α) ο πίσω, ο επόμενος, ο κατοπινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπισθεν (βλ. λ. οπίστατος)] …   Dictionary of Greek

  • οπισθότερος — ὀπισθότερος, έρα, ον (Α) [όπισθεν] ὀπίστερος* …   Dictionary of Greek

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”