ὀπίστατος

ὀπίστατος

ὀπίστατος, (ὄπισϑε), der Hinterste, Letzte, Il. 8, 342. 11, 178; Hesych. hat auch die Form ὀπισϑότατος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπίστατος — ὀπίστατος, άτη, ον (Α) αυτός που ακολουθεί πίσω από όλους, έσχατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. τ. τού επιρρ. ὄπισθεν (αντί τού αναμενόμενου *οπίσθ ατος), σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς το ὕστατος] …   Dictionary of Greek

  • ὀπίστατος — hindmost masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπίστατον — ὀπίστατος hindmost masc acc sg ὀπίστατος hindmost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπίστατοι — ὀπίστατος hindmost masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπίστερος — ὀπίστερος, έρα, ον (Α) ο πίσω, ο επόμενος, ο κατοπινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπισθεν (βλ. λ. οπίστατος)] …   Dictionary of Greek

  • οπισθότατος — ὀπισθότατος, άτη, ον (Α) [όπισθεν] (κατά τονσ Ηύχ.) «ὀπίστατος» * …   Dictionary of Greek

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • τοὐπιστάτου — ἐπιστάτου , ἐπίστατον support neut gen sg ἐπιστάτου , ἐπιστάτης one who stands near masc gen sg ὀπιστάτου , ὀπίστατος hindmost masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • epi, opi, pi —     epi, opi, pi     English meaning: at, by     Deutsche Übersetzung: “nahe hinzu, auf darauf, auf hin”, zeitlich “in addition, darauf, örtlich “hinter, after” (also “bei etwas herunter”? so partly die Gmc. forms)     Note: (also with lengthened …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”