ὀπάων

ὀπάων

ὀπάων, ονος, ὁ (ἕπομαι, vgl. ὀπαδός), Geleiter, Gefährte, der hinterhergeht, bes. Waffengefährte, untergeordnet dem, den er begleitet, wie Meriones ein ὀπάων des Idomeneus ist, Il. 8, 263. 10, 88 u. öfter, Phönir des Peleus, 23, 360; μήλων, der die Schaafe begleitet, Schaafhirt, Pind. P. 9, 66; σὺν φίλοις ὀπάοσι, Aesch. Suppl. 932, wie Ch. 758; Soph. Ant. 1095, die Begleiter, Diener, wie O. C. 1105; Eur. öfter; bei Her. 5, 111 dem vorangehenden ὑπασπιστής entsprechend; einzeln bei sp. D., wie Opp. Hal. 5, 489, wo es adj. gebraucht ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπάων — ὀπάων, ονος, ιων. τ. ὀπέων, ωνος ή ονος, ὁ (Α) 1. σύντροφος στον πόλεμο, συμπολεμιστής 2. υπασπιστής 3. ακόλουθος, θεράπων («οἵ τέ σφεων ὀπέονες ἀποπεμφθέντες... ἀποκεκληίατο ὑπὸ τῆς ἵππου», Ηρόδ.) 4. ως επίθ. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος… …   Dictionary of Greek

  • ὀπάων — ὀπά̱ων , ὀπάων comrade masc nom/voc sg ὀπά̱ων , ὀπή opening fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπέων — ὀπάων comrade masc nom/voc sg (ionic) ὀπή opening fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπέωνας — ὀπάων comrade masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπέωνες — ὀπάων comrade masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …   Dictionary of Greek

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • διδυμάων — ( ονος), ο, η (Α) 1. δίδυμος 2. στον πληθ. διδυμάονες δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική τού δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος… …   Dictionary of Greek

  • οπέων — ὀπέων, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. οπάων …   Dictionary of Greek

  • συνοπάων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) συνοπαδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀπάων «σύντροφος, οπαδός»] …   Dictionary of Greek

  • ὀπαόνων — ὀπᾱόνων , ὀπάων comrade masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”