- ἀπάτημα
ἀπάτημα, τό, Betrug; Mittel vergessen zu machen, πόϑων Mel. 112 (VII, 195); μερἰμνης Maced. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπάτημα, τό, Betrug; Mittel vergessen zu machen, πόϑων Mel. 112 (VII, 195); μερἰμνης Maced. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπάτημα — deceit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήμασι — ἀπάτημα deceit neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήμασιν — ἀπάτημα deceit neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήματα — ἀπάτημα deceit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατήματ' — ἀπατήματα , ἀπάτημα deceit neut nom/voc/acc pl ἀπατήματι , ἀπάτημα deceit neut dat sg ἀπατήματε , ἀπάτημα deceit neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 … Dictionary of Greek