ἀπο-ληκυθίζω

ἀπο-ληκυθίζω

ἀπο-ληκυθίζω, der Schminkbüchse berauben, nach Ar. Ran. 1200 ff ληκύϑιον ἀπώλεσε vielleicht nur vom Schol. gebildet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀποληκυθίσας — ἀποληκυθίσᾱς , ἀπό ληκυθίζω declaim in a hollow voice aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”