- ἀπο-θλασμός
ἀπο-θλασμός, ὁ, Quetschung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-θλασμός, ὁ, Quetschung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… … Dictionary of Greek