ἀπο-θειάζω

ἀπο-θειάζω

ἀπο-θειάζω, = ϑειάζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀπεθείαζε — ἀπό θειάζω to be inspired imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… …   Dictionary of Greek

  • αθείαστος — ἀθείαστος, ον (Α) [θειάζω] ο μη εμπνευσμένος από το θείον, ο μη θεόπνευστος …   Dictionary of Greek

  • υποθειάζω — Α 1. κατέχομαι από τον θεό, βρίσκομαι σε έκσταση 2. θεοποιώ κάτι κρυφά ή σε ορισμένο βαθμό («ὑποθειάζειν τὴν φιλοσοφίαν», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θειάζω «έχω θεία έμπνευση, λατρεύω ως θεό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”