- ἀπο-λιγαίνω
ἀπο-λιγαίνω, laut schreien, Ar. Ach. 932; αὐλὸς ἀπελίγανε Plut. Symp. 7, 8, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-λιγαίνω, laut schreien, Ar. Ach. 932; αὐλὸς ἀπελίγανε Plut. Symp. 7, 8, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
απολιγαίνω — (I) (Μ ἀπολιγαίνω) 1. αδυνατίζω, εξασθενώ 2. λιγοστεύω («απολίγεψε τ αλεύρι μας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + λιγαίνω «λιγοστεύω»]. (II) ἀπολιγαίνω (Α) 1. φωνάζω δυνατά, θορυβώ 2. (για αυλό) παίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + λιγαίνω «φωνάζω δυνατά»] … Dictionary of Greek