- ἀπο-θωρακίζομαι
ἀπο-θωρακίζομαι, sich entpanzern, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-θωρακίζομαι, sich entpanzern, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… … Dictionary of Greek