- ἀπο-λωπίζω
ἀπο-λωπίζω, Soph. frg. 844, = λωποδυτέω, nach Poll. 7, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-λωπίζω, Soph. frg. 844, = λωποδυτέω, nach Poll. 7, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λωπίζω — Α) [λώπη] γδύνω, γυμνώνω, κυρίως από ρούχα ή όπλα («ἐκ δ ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ εὐώνυμον», Σοφ.) … Dictionary of Greek