- ἀπο-βίωσις
ἀπο-βίωσις, ἡ, das Ableben, Plut. de Εἰ ap. Delph. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-βίωσις, ἡ, das Ableben, Plut. de Εἰ ap. Delph. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεπτοβίωση — η βιολ. τρόπος ημιπαρασιτικής διαβίωσης διαφόρων πτηνών και εντόμων τα οποία χρησιμοποιούν ή καταλαμβάνουν τις φωλιές που έχουν χτιστεί από ένα ζώο άλλου είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cleptobiose < clepto (πρβλ. κλέπτω) + biose… … Dictionary of Greek
νεκροβίωση — η ιατρ. κατάσταση κατά την οποία επέρχεται βραδεία νέκρωση ιστού και κατά την οποία τα νεκρωμένα στοιχεία είναι ανεκτά από τα ζώντα στοιχεία τού περιβάλλοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrobiosis < necro (< νεκρός) + biosis… … Dictionary of Greek