-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης … Dictionary of Greek
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ … Dictionary of Greek
καταιβάτης — καταιβάτης, ὁ θηλ. καταιβάτις (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές 2. (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη 3. (επίθ. τού Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη με καταβόθρα 5. (για πρόσ … Dictionary of Greek
σχοινοβάτης — Καλλιτέχνης του τσίρκου, που έχει την ικανότητα να ισορροπεί πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Οι σ. ήταν γνωστοί από τους αρχαίους χρόνους, ιδιαίτερα στην Περσία, τη Ρώμη και την Κίνα. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα η τέχνη του σ. διαδόθηκε στη Μ. Ασία, τον… … Dictionary of Greek
χωροβάτης — Τοπογραφικό όργανο που χρησιμοποιείται για να πραγματοποιηθεί οριζόντια οπτική γραμμή. Ο απλούστερος τύπος χ. αποτελείται από δύο κατακόρυφους γυάλινους σωλήνες, οι οποίοι συγκοινωνούν μεταξύ τους διαμέσου οριζόντιου σωλήνα: εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
οπισθοβάτης — ο (Α ὀπισθοβάτης) νεοελλ. αυτός που βαδίζει προς τα πίσω αρχ. 1. (με αισχρή σημ.) ο παρά φύσιν επιβήτορας, αυτός που επιβαίνει από πίσω 2. φρ. «ὀπισθοβάτης πούς» το παράλυτο πόδι που σέρνεται κατά το βάδισμα πίσω από το άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
θολοβάτης — ο τοίχος που κατασκευάζεται κάτω από θόλο και χρησιμεύει για τη στήριξη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. τοιχο βάτης, χωρο βάτης] … Dictionary of Greek