- ἀπο-βλώσκω
ἀπο-βλώσκω (s. βλώσκω), weggehen, Ap. Rh. 3, 1143 im praes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-βλώσκω (s. βλώσκω), weggehen, Ap. Rh. 3, 1143 im praes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω … Dictionary of Greek
ἀποβλώσκειν — ἀπό βλώσκω go or come pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέμολε — ἀπό βλώσκω go or come aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομόλοι — ἀπομόλοῑ , ἀπό βλώσκω go or come aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχιβλώς — ἀγχιβλώς, ο (Α) αυτός που ήρθε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + βλώσκω] … Dictionary of Greek
βλάκας — ο, η (AM βλάξ, βλακός, ο, η) μωρός, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βλάξ φέρει επίθημα ᾱκ , που χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων της αττικής κυρίως κωμωδίας (πρβλ. γαύρᾱξ, πλούτᾱξ, στόμφᾱξ κ.ά). Πρόκειται μάλλον για πρωταρχικό… … Dictionary of Greek
βλωθρός — βλωθρός, ά, όν (Α) (για δέντρα) ψηλός, μεγαλόπρεπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι ο τ. βλωθρός < *μλωθρός < (ινδοευρ. ρίζα) *melōdh «ύψωμα, κεφάλι» (πρβλ. αρχ. ινδ mūrdhάn «κεφάλι, κορυφή», αγγλοσαξ. molda «κορυφή του… … Dictionary of Greek
ετερομόλιος — ἑτερομόλιος, ἡ (Α) φρ. «ἑτερομόλιος δίκη» η δίκη στην οποία παρουσιάζεται μόνο ο ένας από τους δύο αντιδίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θ. μολ (πρβλ. έμολον, β αόρ. τού βλώσκω «έρχομαι») + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
προβλώσκω — Α (επικ. τ.) πηγαίνω ή έρχομαι προς τα εμπρός, παρουσιάζομαι, εξέρχομαι από σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βλώσκω «πηγαίνω, έρχομαι»] … Dictionary of Greek