- ἀπο-βολεύς
ἀπο-βολεύς, ὁ, der Wegwerfer, ὅπλων Plat. Legg. XII, 944 b; von ῥίψασπις verschieden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-βολεύς, ὁ, der Wegwerfer, ὅπλων Plat. Legg. XII, 944 b; von ῥίψασπις verschieden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… … Dictionary of Greek