ἀπο-βλύζω

ἀπο-βλύζω

ἀπο-βλύζω, wegsprudeln, wegspeien, Il. 9, 491; Medic.; übertr., Philostr. Imag. 1, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναβλύω — ἀναβλύω (Α) (για υγρά) 1. αναβλύζω* 2. χύνομαι βράζοντας, ξεχειλίζω 3. βγάζω αφρούς από το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλύω (νεώτ. τ. τού ρ. βλύζω* πρβλ. κ. ἀναβλύζω)] …   Dictionary of Greek

  • θεόβλυστος — θεόβλυοτος και θεόβλυτος, ον (Μ) αυτός που αναβλύζει, που εκχέεται από τη θεία χάρη («θεόβλυστος δρόσος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλύζω] …   Dictionary of Greek

  • μυροβλύτης — ο, θηλ. τις (Μ μυροβλύτης και μυροβρύτης) (ως επίθ. αγίων και μαρτύρων τής Ορθόδοξης Εκκλησίας) αυτός από τα λείψανα τού οποίου αναδίδεται ευωδιά μύρου, μυροβόλος (α. «άγιος Δημήτριος ο μυροβλύτης» β. «τής οσίας και μυροβλήτιδος Θεοδώρας»).… …   Dictionary of Greek

  • παραβλύζω — Α αποπτύω, εξεμώ, βγάζω από το στόμα («παραβλύζειν τοῡ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλύζω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιβλύζω — και περιβλύω Α 1. πηγάζω, αναβλύζω ολόγυρα («γῆ... νάμασι περιβλύζουσα» γη που πλημμυρίζει από νερά, Αριστοτ.) 2. συντελώ στο να αναβλύσει κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βλύζω / βλύω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • πετρόβλυστος — ον, Α αυτός που αναβλύζει από την πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + βλύζω «αναπηδώ, αναβλύζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”