- ἀπο-δίωξις
ἀπο-δίωξις, ἡ, das Fortjagen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-δίωξις, ἡ, das Fortjagen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των … Dictionary of Greek