ἀπο-ναίω

ἀπο-ναίω

ἀπο-ναίω (s. ναίω), entfernt wohnen lassen, nur aor,; ἀπένασσε εἰς Λιβύην, versetzte nach Lib., Ap. Rh. 4, 1492; κούρην ἂψ ἀπονάσσωσιν, zurückführen, Il. 16, 86; – med. im Sinne des pass. Iliad. 2, 629 Δουλίχιόνδ' ἀπενάσσατο, Od. 15, 254 Ὑπερησίηνδ' ἀπενάσσατο, siedelte nach Hyp. über; im Sinne des act., παῖδ' ἀπενάσσατο, vertrieb, Eur. I. T. 1259; – pass., τηλόσε σᾶς ἀπενάσϑην πατρίδος, ich wurde in die Ferne von deinem Vaterlande versetzt, Eur. I. T. 175; πατρὸς καὶ πόλεως ἀπενάσϑην, ich verließ meinen Vater, Med. 166.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • νάερρα — και νάειρα και να(έ)τειρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δέσποινα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. αιολ. τ., όπως μαρτυρεί η κατάλ. ερα, αντίστοιχη τής ειρα. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου ναίτειρα οικοδέσποινα, για την οποία προτείνεται η διόρθωση …   Dictionary of Greek

  • αποναίω — ἀποναίω (Α) [ναίω] Ι. στέλνω πίσω, επιστρέφω κάτι ή κάποιον εκεί που ανήκει II. ( ομαι) 1. ταξιδεύω, γυρίζω πίσω 2. απέρχομαι, φεύγω από έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • ναιετάω — (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για πρόσ.) κατοικώ, διαμένω («ὃς ἐν Ἤλιδι ναιετάασκεν», Ομ. Ιλ.) 2. (δοτ. ή με αιτ. τόπου ή εμπρόθ.) ενοικώ, διατρίβω σε κάποιο τόπο («οἳ Στύρα... ναιετάασκον», Ομ. Ιλ.) 3. (για τόπους) βρίσκομαι, κείμαι, («ἀμφὶ δὲ νῆσοι… …   Dictionary of Greek

  • περιναίω — Α κατοικώ γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ναίω «κατοικώ»] …   Dictionary of Greek

  • προνάστες — οι / Προνάσται, ΝΑ ονομασία προϊστορικού λαού που, σύμφωνα με την παράδοση, κατοικούσε στη Βοιωτία πριν από την άφιξη τού Κάδμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νάστης «οικιστής» (< ναίω «κατοικώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”