- παράδεισος
παράδεισος, ὁ, Thiergarten, Park, persisches Wort; παραδείσους μεστοὺς δένδρων καὶ ϑηρίων, Xen. Hell. 4, 1, 15, vgl. Cyr. 1, 4, 11 Oec. 4, 20; Clearch. bei Ath. XII, 515 e u. A. – Das Paradies, LXX u. N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παράδεισος, ὁ, Thiergarten, Park, persisches Wort; παραδείσους μεστοὺς δένδρων καὶ ϑηρίων, Xen. Hell. 4, 1, 15, vgl. Cyr. 1, 4, 11 Oec. 4, 20; Clearch. bei Ath. XII, 515 e u. A. – Das Paradies, LXX u. N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παράδεισος — enclosed park masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράδεισος — ο 1. (θρησκ.), κήπος όπου ο Θεός τοποθέτησε τους πρωτοπλάστους: Στο μέσο του Παραδείσου ήταν το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. 2. τόπος διαμονής των δικαίων μετά θάνατο: Μονάχος του κανείς ούτε στο Παράδεισο δεν κάνει. 3. μτφ., τόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράδεισος — I Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο τόπος της τέλειας μακαριότητας, όπου θα παραμείνουν αιώνια οι δίκαιοι μετά τον θάνατό τους. Η λέξη, που έχει περσική προέλευση, σημαίνει κήπος, και εμφανίζεται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα,… … Dictionary of Greek
παραδείσω — παράδεισος enclosed park masc nom/voc/acc dual παράδεισος enclosed park masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПАРАДИС — • Παράδεισος, paradisus, имя больших парков и зверинцев восточных владетелей, особенно персидских сатрапов; эти парки, окруженные рвами, были богаты зверями для охоты, разными сортами деревьев, между которыми протекали ручьи. Очень… … Реальный словарь классических древностей
παραδείσοις — παράδεισος enclosed park masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδείσου — παράδεισος enclosed park masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδείσους — παράδεισος enclosed park masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδείσων — παράδεισος enclosed park masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδείσῳ — παράδεισος enclosed park masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράδεισε — παράδεισος enclosed park masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)