ἀπο-δοχή

ἀπο-δοχή

ἀπο-δοχή, , 1) Wiedererhalten, Thuc. 4, 81. – 2) Auf-, Annahme, Sp.; bes. ehrenvolle, Lob, Ehre, N. T.; D. Sic. 15, 83. – 8) Einnahme.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θραυσματοδόχη — ή πρόχωμα ή προπέτασμα για προφύλαξη από θραύσματα οβίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύσμα, τος + δόχη (< δόχος < δέχομαι), πρβλ. κομβιο δόχη, τεφρο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • κομβιοδόχη — η κουμπότρυπα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομβίον + δόχη (< δέχομαι*), πρβλ. καπνο δόχη, τεφρο δόχη. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. τ. boutonniere και μαρτυρείται από το 1858 στο περιοδικό σύγγραμμα Νέα Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

  • οβελοδόχη — η εγκοπή στα παλαιότερων εποχών τυφέκια όπου προσαρμόζεται ο οβελός, δηλ. η ράβδος εσωτερικού καθαρισμού ή γόμωσης τού όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε προς απόδοση τού γαλλ. porte baguette < ὀβελός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, ουρο… …   Dictionary of Greek

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • πυριτοδόχη — η, Ν στρ. το τμήμα τής κάννης τών εμπροσθογεμών όπλων, στο οποίο γινόταν η ανάφλεξη τής πυρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτις / ίτιδα + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πυριτοδόχαι, μαρτυρείται από το 1858 στο… …   Dictionary of Greek

  • σακχαροδόχη — η, Ν η ζαχαριέρα, το σακχαροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • σιτιοδόχη — η, Ν μικρός σάκος, σακίδιο για τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτίο + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • σταγματοδόχη — η, Ν γυάλινος ή μεταλλικός δίσκος στα κηροπήγια για να πέφτουν επάνω του οι σταγόνες τού λειωμένου κεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάγμα, ατος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. τεφρο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ.… …   Dictionary of Greek

  • τεϊοδόχη — η, Ν (λόγιος τ.) η τσαγιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • φυσιγγοδόχη — η, Ν στρ. θήκη με τις φυσίγγες για τη βολή πυροβολικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγη + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • αλευροδόχη — η η ξύλινη σκάφη τού αλευρόμυλου όπου πέφτει το αλεύρι που βγαίνει από τη μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + δόχη < δέχομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”