- ἀπο-δοχεῖον
ἀπο-δοχεῖον, τό, Ort zur Aufnahme, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-δοχεῖον, τό, Ort zur Aufnahme, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
δοχείο — το (AM δοχεῑον Α και δοχήιον) [δέχομαι] σκεύος όπου τοποθετούνται ρευστές κυρίως ουσίες, αγγείο μσν. νεοελλ. αποθήκη τροφίμων σε μοναστήρι νεοελλ. 1. ουροδοχείο, αγγείο 2. «δοχείο πάσης ρυπαρότητος» κακοηθέστατος, λέρα, καθίκι μσν. 1. χτιστός… … Dictionary of Greek
σποριοδοχείο — και σποροδοχείο, το, Ν (μυκητ.) στρώμα υφών που φέρει μεγάλο αριθμό από κοντούς κονιδιοφόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporodochium < νεολατ. sporodochium (< σπόρος + δοχείον)] … Dictionary of Greek