- ἀπο-δεκάτευσις
ἀπο-δεκάτευσις, ἡ, Strafe des Decimirens.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-δεκάτευσις, ἡ, Strafe des Decimirens.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκάτευση — η (AM δεκάτευσις) [δεκατεύω] νεοελλ. ο καθορισμός τού φόρου τής δεκάτης* αρχ. 1. ο αποδεκατισμός 2. στρατιωτική ποινή σε στασιαστές ή λιποτάκτες τού ρωμαϊκού στρατού σύμφωνα με την οποία όριζαν με κλήρο και εκτελούσαν έναν από κάθε δεκάδα … Dictionary of Greek