- ἀπο-δειλίᾱσις
ἀπο-δειλίᾱσις, ἡ, dasselbe, Pol. 3, 103 Plut. Al. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-δειλίᾱσις, ἡ, dasselbe, Pol. 3, 103 Plut. Al. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek