- ἀπ-ημελημένως
ἀπ-ημελημένως, ganz vernachlässigt, Sp., die auch ἀπημελέω haben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-ημελημένως, ganz vernachlässigt, Sp., die auch ἀπημελέω haben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημελημένως — ἠμελημένως (Α) επίρρ. με αμέλεια, χωρίς φροντίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. ημελημένος τού αμελούμαι] … Dictionary of Greek
ἠμελημένως — ἀμελέω have no care for perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠμελημένως in a state of neglect indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμελώ — ( έω) (Α ἀμελῶ) 1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ 2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι αρχ. 1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος 2. παραβλέπω, ανέχομαι 3. επίρρ.… … Dictionary of Greek