- ἀπο-μελαίνω
ἀπο-μελαίνω, ganz schwarz machen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-μελαίνω, ganz schwarz machen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπομελανθέντα — ἀπό μελαίνω blacken aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπό μελαίνω blacken aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομελανθῇ — ἀπό μελαίνω blacken aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομελανθέν — ἀπό μελαίνω blacken aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομελαίνονται — ἀπό μελαίνω blacken pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μέλαθρο(ν) — το (Α μέλαθρον και μέλεθρον) νεοελλ. μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον») αρχ. 1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ ἀμφοτέρων τῶν στύλων»,… … Dictionary of Greek