ἀπο-βιβρώσκω

ἀπο-βιβρώσκω

ἀπο-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), abessen, verzehren, Anth.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… …   Dictionary of Greek

  • ἀποβιβρώσκοντα — ἀπό βιβρώσκω eat pres part act neut nom/voc/acc pl ἀπό βιβρώσκω eat pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβρωθέντα — ἀπό βιβρώσκω eat aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπό βιβρώσκω eat aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβρώσει — ἀπό βιβρώσκω eat aor subj act 3rd sg (epic) ἀπό βιβρώσκω eat fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεβρώθη — ἀπό βιβρώσκω eat aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβιβρώσκων — ἀπό βιβρώσκω eat pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβιβρώσκωσι — ἀπό βιβρώσκω eat pres subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβρωθέντος — ἀπό βιβρώσκω eat aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • δέλεαρ — (δελέατος), το (AM δέλεαρ) 1. το δόλωμα 2. το μέσο με το οποίο παρασύρεται κάποιος (α. «το δέλεαρ τής εύκολης επιτυχίας» β. «ἡδονήν, μέγιστον κακοῡ δέλεαρ» την ηδονή, το πιο αποτελεσματικό μέσο για το κακό). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δέλεFαρ (πρβλ. άλεFαρ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”