- ἀπο-κλᾴζω
ἀπο-κλᾴζω, dor. = ἀποκληΐζω, ἀποκλείω, τὰν αὐλείαν ἀπόκλαξον Theocr. 15, 43; ὁ τὰν νυὸν εἶπ' ἀποκλάξας ib. 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κλᾴζω, dor. = ἀποκληΐζω, ἀποκλείω, τὰν αὐλείαν ἀπόκλαξον Theocr. 15, 43; ὁ τὰν νυὸν εἶπ' ἀποκλάξας ib. 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αποκλάζω — (I) ἀποκλάζω (Α) κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κλάζω «κράζω»]. (II) ἀποκλάζω (Α) κάθομαι οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + οκλάζω «κάθομαι οκλαδόν»] … Dictionary of Greek
κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek
πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… … Dictionary of Greek
κλάσθρον — κλᾷσθρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κλείθρον», κλειδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλᾴζω, ένας από τους πολλούς παράλλ. τ. τού κλείω] … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek