- ἀπο-κλήρωσις
ἀπο-κλήρωσις, ἡ, Wahl durchs Loos, Plut. Stoic. rep. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κλήρωσις, ἡ, Wahl durchs Loos, Plut. Stoic. rep. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλήρωση — η (AM κλήρωσις) [κληρώ] η εκλογή προσώπου ή η διανομή κτημάτων με κλήρο (α. «η περιουσία θα μοιραστεί με κλήρωση» ; β. «έγινε η κλήρωση τών ενόρκων» γ. «ἐν μὲν γὰρ τῇ κληρώσει τὴν τύχην βραβεύειν», Ισοκρ.) νεοελλ. 1. η εξαγωγή λαχνών από… … Dictionary of Greek