- ἀπο-κληΐω
ἀπο-κληΐω, ion. = αποκλείω, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κληΐω, ion. = αποκλείω, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
αποκλείω — (AM ἀποκλείω, Α αττ. τ. ἀποκλῄω, ιων. τ. κληίω) 1. περιορίζω κάποιον σε καθορισμένο χώρο, απομονώνω 2. κλείνω έξω, εμποδίζω κάποιον να μπει 3. περιορίζω κάποιον, δεν του επιτρέπω να κάνει κάτι 4. αρνούμαι, απαγορεύω, απορρίπτω 5. (για πόλη ή… … Dictionary of Greek