- ἀπο-κολάπτω
ἀπο-κολάπτω, aushauen, losschlagen?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κολάπτω, aushauen, losschlagen?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελεός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους τέσσερις βασιλιάδες της Ελευσίνας. Φιλοξένησε στα ανάκτορά του τη Δήμητρα, η οποία του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της και του έδωσε, για πρώτη φορά, το αξίωμα του ιερέα. 2. Ήρωας της… … Dictionary of Greek
δενδροκολάπτης — ο (AM δενδροκολάπτης) νεοελλ. μικρό εντομοφάγο Πτηνό τής Νότιας Αμερικής αρχ. μσν. εντομοφάγο Πτηνό που τρέφεται από τα Έντομα τα οποία φωλιάζουν στον φλοιό τών δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + κολάπτω «κτυπώ, τσιμπώ με το ράμφος» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κόλαφος — ο (AM κόλαφος) ράπισμα, χτύπημα στο πρόσωπο νεοελλ. βαριά προσβολή, εξύβριση («το άρθρο τής εφημερίδας ήταν κόλαφος για τον υπουργό»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ρ. κολάπτω με εκφραστικό δασύ ( φ ). Κατ άλλους, η λ.… … Dictionary of Greek
σκάλλω — ΜΑ σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.) αρχ. μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ) β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< *σκαλ jω) ανάγεται στη συνεσταλμένη… … Dictionary of Greek