- ὀπο-ειδής
ὀπο-ειδής, ές, fastartig, bes., wie der Saft des Feigenbaumes, die Milch gerinnen machend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπο-ειδής, ές, fastartig, bes., wie der Saft des Feigenbaumes, die Milch gerinnen machend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οποειδής — ὀποειδής, ές (Α) 1. αυτός που μοιάζει με το γαλακτώδες υγρό καρπών ή φυτών, όπως λ.χ. τής συκιάς, δηλ. με τον οπό, ο γαλακτώδης («ὀποειδέα οὖρα», Ιπποκρ.) 2. ο κατάλληλος για το πήξιμο τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + ειδής*] … Dictionary of Greek