ἀπο-γεμίζω

ἀπο-γεμίζω

ἀπο-γεμίζω, entladen, pass., Dion. Hal. 3, 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

  • ἀπεγεμίσθη — ἀπό γεμίζω fill full of aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεγέμισαν — ἀπό γεμίζω fill full of aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογεμίζονται — ἀπό γεμίζω fill full of pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφολογώ — και αδερφολογώ (για φυτά) εκφύω, ξεπετώ παραφυάδες ή βλαστούς από το ίδιο στέλεχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + λογώ, θαμιστ. κατάλ. που σημαίνει, μεταξύ άλλων, και «είμαι εφοδιασμένος με, είμαι γεμάτος από, γεμίζω με» (πρβλ. βρομολογά, χαϊδολογά,… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν …   Dictionary of Greek

  • φουσκώνω — Ν [φούσκα (Ι)] 1. (μτβ.) α) γεμίζω κάτι με αέρα ώστε να διογκωθεί, διογκώνω, διατείνω («φουσκώνω τα μάγουλά μου [ή το μπαλόνι ή τα λάστιχα τού αυτοκινήτου ή το ασκί κ.λπ.]») β) προκαλώ αίσθημα κόρου ή δυσφορίας («ο μουσακάς μού φούσκωσε το… …   Dictionary of Greek

  • πήζω — Ν 1. κάνω κάτι να στερεοποιηθεί, να μεταβληθεί από ρευστό σε στερεό («πήζω το γάλα») 2. μεταβάλλομαι από ρευστό σε στερεό («έπηξε η κρέμα») 3. μτφ. α) (για χώρο) γεμίζω πάρα πολύ, γεμίζω ασφυκτικά (α. «έπηξε η πλατεία από κόσμο» β. «έπηξε η… …   Dictionary of Greek

  • καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… …   Dictionary of Greek

  • γέμω — (AM γέμω) είμαι γεμάτος από κάτι ή φορτωμένος με κάτι (α. «γέμουν τα δώματα λαό», Ερωτόκρ. β. «γεμούσης τῆς νεώς», Ξεν. γ. «πλοῑα γέμοντα χρημάτων», Θουκ. δ. «γέμω ἐξ ἁρπαγῆς», ΚΔ ε. «γέμουσι μέθης καὶ φόνου», Α. Κάλβος) μσν. νεοελλ. γεμίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”