- ἀπο-κύλισμα
ἀπο-κύλισμα, τό, Maschine zum Herablassen oder -rollen eines Körpers, Longin. 40, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κύλισμα, τό, Maschine zum Herablassen oder -rollen eines Körpers, Longin. 40, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύλισμα — το (AM κύλισμα) [κυλίνδω] το να κυλιέται κάποιος σε μια επιφάνεια, κύλιση νεοελλ. φρ. ιατρ. «διαστολικό κύλισμα» φύσημα με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό εύρημα επί στενώσεως τής μιτροειδούς… … Dictionary of Greek
αλυσίδα — Σύνολο από αλληλένδετους μεταλλικούς κρίκους, που σχηματίζουν ένα όργανο ανθεκτικό στην έλξη. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ανύψωση φορτίων, για τη μετάδοση της κίνησης και για την αγκυροβόληση πλοίων. Οι κρίκοι μπορούν να κατασκευαστούν από… … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
κύλιση — Η κίνηση ενός σώματος σε επιφάνεια, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι διάφορα σημεία του σώματος βρίσκονται διαδοχικά σε επαφή με την επιφάνεια κ. του σώματος. Στην περίπτωση μιας σφαίρας υπάρχει σε κάθε στιγμή μόνο ένα σημείο επαφής… … Dictionary of Greek
Ρολάν, Ρομέν — (Rolland, Κλαμεσί, Νιεβρ 1866 – Βεζελέ, Iόν 1944). Γάλλος συγγραφέας. Αφιέρωσε το έργο του και τη ζωή του στη διάδοση ενός ουμανιστικού πιστεύω ειρήνης και αδελφοσύνης, για το οποίο ζήτησε να βρει στηρίγματα (όχι χωρίς κάποιο ιδεαλιστικό… … Dictionary of Greek
κούρημα — το [κουρώ (Ι)] το καθάρισμα τών καρπών τής ελιάς από τα φύλλα και τα κοτσάνια, που επιτυγχάνεται με κύλισμα τών καρπών πάνω σε επικλινές σανίδωμα … Dictionary of Greek
παρακύλισμα — και παρακύλημα, το 1. ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακυλώ, η διατοίχηση ή διατοιχισμός, κν. μπότζι 2. κύλισμα, βούτηγμα μέσα σε κάτι με περιστροφικές κινήσεις 3. φρ. «παρακυλίσματος κίνηση» ιατρ. συνολική κυματοειδής κίνηση τής… … Dictionary of Greek
κατακύλισμα — το, ατος κύλισμα προς τα κάτω, κατρακύλισμα: Από το κατακύλισμα στη σκάλα έσπασε το πόδι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)