- ἀπο-κύησις
ἀπο-κύησις, ἡ, das Gebären, Plut. Plac. philos. 5, 15 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κύησις, ἡ, das Gebären, Plut. Plac. philos. 5, 15 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύηση — Η διαδικασία ανάπτυξης του εμβρύου μέσα στη μήτρα. Φυσιολογικά η κ. αρχίζει από τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο και ολοκληρώνεται με τον τοκετό. Βλ. λ. εγκυμοσύνη. * * * η (AM κύησις) [κυώ] η διεργασία που συντελείται και ο… … Dictionary of Greek
κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον … Dictionary of Greek
παρακύηση — η ιατρ. ανάπτυξη γονιμοποιημένου ωαρίου έξω από τη μήτρα, εξωμήτρια κύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paracyesis < παρ(α) * + κύησις] … Dictionary of Greek