- ἀπο-κυαμεύω
ἀπο-κυαμεύω, durch Bohnen (die bei der Abstimmung gebraucht wurden) wählen, Inscr. 76, s. Böckh Staatshaushalt II p. 203 ff.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κυαμεύω, durch Bohnen (die bei der Abstimmung gebraucht wurden) wählen, Inscr. 76, s. Böckh Staatshaushalt II p. 203 ff.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυαμευτός — κυαμευτός, η, όν (Α) [κυαμεύω] 1. (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με ψηφοφορία («λέγων ὡς μῶρον εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», Ξεν.) 2. (για ψηφοφορία) αυτή που… … Dictionary of Greek