- ἀπο-κυβεύω
ἀπο-κυβεύω, 1) aufs Spiel setzen, z. B. περὶ τῆς βασιλείας D. Sic. 17, 30. – 2) durch Würfel wählen?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κυβεύω, 1) aufs Spiel setzen, z. B. περὶ τῆς βασιλείας D. Sic. 17, 30. – 2) durch Würfel wählen?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
απόκοτος — η, ο (Μ ἀπόκοτος, η, ον) Ι. τολμηρός, ριψοκίνδυνος νεοελλ. 1. θρασύς, ελευθερόστομος 2. δραστήριος, γρήγορος μσν. το ουδ. ως ουσ. το θάρρος, η παλληκαριά II. επίρρ. ἀπόκοτα μσν. νεοελλ. χωρίς δισταγμό, με θάρρος νεοελλ. γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ.… … Dictionary of Greek
κυβεία — Ιδιάζουσα μορφή κερδοσκοπίας. Εφαρμόζεται γενικά από χρηματιστές, τραπεζίτες κ.ά. και συνίσταται είτε στη διατάραξη της αγοράς αξιών και εμπορευμάτων μέσω της διάδοσης ψευδών, εξογκωμένων ή παραποιημένων ειδήσεων είτε μέσω άλλων, εξίσου… … Dictionary of Greek