- ἀπο-κρότημα
ἀπο-κρότημα, τό, das mit den Fingern geschlagene Schnippchen, Ath. XII, 530 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-κρότημα, τό, das mit den Fingern geschlagene Schnippchen, Ath. XII, 530 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek