ἀπο-κρυφή

ἀπο-κρυφή

ἀπο-κρυφή, , Verborgenheit, Schlupfwinkel, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρυφή — κρυφῇ, δωρ. τ. κρυφᾷ (Α) επίρρ. μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από το ουσ. *κρυφή (< θ. κρυφ τού κρύπτω), που απαντά μόνο στα σύνθ. απο κρυφή, κατα κρυφή (πρβλ. κομιδ ῄ πανταχ ῇ)] …   Dictionary of Greek

  • Τίρυνθα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Τίρυνθας. Στην Τ. άκμασε στην αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου και ειδικότερα της Αργολίδας, τα… …   Dictionary of Greek

  • Τάσο, Τορκουάτο — (Tasso, Σορέντο 1544 – Ρώμη 1595). Ιταλός ποιητής. Γιος του λόγιου Μπερνάρντο, έζησε θλιμμένη παιδική ζωή εξαιτίας του πρόωρου θανάτου της μητέρας του, της έλλειψης μόνιμης κατοικίας και της ανάγκης να παρακολουθεί από παιδί, τον περιπλανώμενο… …   Dictionary of Greek

  • κρυφαίος — κρυφαῑος, αία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. κρυμμένος («εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῡτον κρυφαῑον», Πίνδ.) 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός («κρυφαῑον ἔπος», Σοφ.). Επιρρ. κρυφαίως (Α) κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από κρυφῇ + κατάλ. αῖος (πρβλ. λαθρ αίος, λιτ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • κρυφιόμυστος — κρυφιόμυστος, ον (AM) αυτός στον οποίο μυείται κάποιος με μυστικό τρόπο, κρυφά («θεωρίας ἤντλησας κρυφιομύστους και πιοτοῑς μετέδωκας», Μηναί.). επίρρ... κρυφιομύστως (AM) με ή από κρυφή μύηση μσν. κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + μυστος (< μυώ) …   Dictionary of Greek

  • υποτύφω — Α 1. σιγοκαίω, κρυφοκαίω βγάζοντας καπνό («πῡρ ὑποτύφει τὴν νῆσον», Φιλόστρ.) 2. μτφ. ενισχύω κρυφά ή ύπουλα κάποιο πάθος (α. «ὑποθύψας τὴν διαβολήν», Πολ. β. «ὑποτύφεται ἔχθρα», Κτησ.) 3. παθ. ὑποτύφομαι (μτφ. για πρόσωπα) καίγομαι από κρυφή… …   Dictionary of Greek

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”