- ἀπο-μωλύνω
ἀπο-μωλύνω, verstärktes μωλύνω, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-μωλύνω, verstärktes μωλύνω, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπεμωλύνθη — ἀπό μωλύνω aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλυς — μῶλυς, υ, γεν. υος (Α) 1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός 2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος 3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» μώλυ * 4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυς ὁ ἀμαθής μωλύτερον ἀμβλύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ.… … Dictionary of Greek