- ἀπο-βρύκω
ἀπο-βρύκω, abbeißen; ἀπέβρυκον τῶν κρεῶν Eubul. Ath. XIII, 572 a; Leon. Al. 30 (VI, 302).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-βρύκω, abbeißen; ἀπέβρυκον τῶν κρεῶν Eubul. Ath. XIII, 572 a; Leon. Al. 30 (VI, 302).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρύκω — και βρύχω (Α) 1. μασώ με θόρυβο 2. τρώω λαίμαργα 3. δαγκώνω 4. κομματιάζω, κατασπαράζω 5. τρίζω τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βάση των βρύκω και βρύχω θεωρείται το εκφραστικό στοιχείο βρυ , που απαντά ίσως και στα βρυν, βρύχιος, βρυχώμαι. Εάν γίνει… … Dictionary of Greek
ἀπέβρυκον — ἀπό βρύκω bite imperf ind act 3rd pl ἀπό βρύκω bite imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
βρύγμα — βρύγμα, το (AM) [βρύκω] πληγή από δάγκωμα … Dictionary of Greek