- ἀπ-ούλωσις
ἀπ-ούλωσις, ἡ, Vernarbung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-ούλωσις, ἡ, Vernarbung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ούλωσις — οὔλωσις, ἡ (ΑΜ) [ουλώ (II)] σχηματισμός ουλής, επούλωση, θεραπεία έλκους ή τραύματος … Dictionary of Greek
οὔλωσις — cicatrization fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔλωσιν — οὔλωσις cicatrization fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλώσεως — οὐλώσεω̆ς , οὔλωσις cicatrization fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)