- παρά-μωρος
παρά-μωρος, fast närrisch, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρά-μωρος, fast närrisch, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλεόφρων — ἠλεόφρων, ον (Α) μωρός στο μυαλό, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεός + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων παρά φρων] … Dictionary of Greek
ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… … Dictionary of Greek
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… … Православная энциклопедия