παρά-νυμφος

παρά-νυμφος

παρά-νυμφος, , die Brautjungfer, welche die Braut dem Bräutigam zuführt, νυμφεύτρια, VLL., vielleicht auch ὁ, = Vorigem.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζευγόνυμφος — ζευγόνυμφος, ον (Μ) ο συνδεδεμένος με γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. νεό νυμφος, παρά νυμφος] …   Dictionary of Greek

  • μελλόνυμφος — η, ο, θηλ. και ος (ΑM μελλόνυμφος, ον, θηλ. και μελλονύμφη) (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα αρχ. (για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω δόμος ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ… …   Dictionary of Greek

  • σύννυμφος — ἡ, ΜΑ συνυφάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. παρά νυμφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”