ἀπο-σάττω

ἀπο-σάττω

ἀπο-σάττω, 1) abpacken, Philem. Ath. XIV, 664 d; LXX. – 2) zustopfen, Dinarch. bei B. A. p. 435.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… …   Dictionary of Greek

  • ἀποσεσαγμένων — ἀπό σάσσω perf part mp fem gen pl ἀπό σάσσω perf part mp masc/neut gen pl ἀπό σάττω fill quite full perf part mp fem gen pl ἀπό σάττω fill quite full perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσάξαντα — ἀπό σάσσω aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπό σάσσω aor part act masc acc sg ἀπό σάττω fill quite full aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπό σάττω fill quite full aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσάξεις — ἀπό σάσσω aor subj act 2nd sg (epic) ἀπό σάσσω fut ind act 2nd sg ἀπό σάττω fill quite full aor subj act 2nd sg (epic) ἀπό σάττω fill quite full fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσάξαντας — ἀπό σάσσω aor part act masc acc pl ἀπό σάττω fill quite full aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσάξαντες — ἀπό σάσσω aor part act masc nom/voc pl ἀπό σάττω fill quite full aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσάττεσθαι — ἀπό σάσσω pres inf mp (attic) ἀπό σάττω fill quite full pres inf mp (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέσαξε — ἀπέσᾱξε , ἀπό , εἰσ ἄγνυμι break aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀπό εἰσάγω lead in aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀπό εἰσάγω lead in aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀπό σάσσω aor ind act 3rd sg ἀπό σάττω fill quite full aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέσαξεν — ἀπέσᾱξεν , ἀπό , εἰσ ἄγνυμι break aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀπό εἰσάγω lead in aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀπό εἰσάγω lead in aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀπό σάσσω aor ind act 3rd sg ἀπό σάττω fill quite full aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάγμα — το, ΝΜΑ, και σάχμα Α κατασκευή που εφαρμόζεται στη ράχη υποζυγίου και χρησιμεύει για την τοποθέτηση φορτίου πάνω σε αυτήν, κν. σαμάρι («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ σάγμα τῆς καμήλου», ΠΔ) νεοελλ. καθένας από τους τριβείς που παρεντίθενται… …   Dictionary of Greek

  • σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”