- ἀπο-σάρωμα
ἀπο-σάρωμα, τό, Auskehricht, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σάρωμα, τό, Auskehricht, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάρωση — η / σάρωσις, ώσεως, ΝΑ [σαρῶ ( ώνω)] το σάρωμα («σάρωσις φύλλων», πάπ.) νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) διαδικασία ψηλάφισης αντικειμένου, μέσω στενής και διαδοχικά μετακινούμενης φωτεινής ή ηλεκτρονικής δέσμης, που αποσκοπεί στην ανάλυση τού συνολικού… … Dictionary of Greek